Πριν μέρες είδα ένα βιντεάκι και ταράχτηκα. Δεν μπορούσα να το βγάλω από το μυαλό μου και απέφευγα να το παρακολουθήσω ξανά. Εχθές, παρά το ότι με κάνει να νιώθω άβολα, αποφάσισα να το ξαναδώ. Παρατήρησα μάλιστα λεπτομέρειες που δεν είχα δει την πρώτη φορά. Ρίξτε του μια ματιά (εδώ), για να καταλάβετε σε τι αναφέρομαι.
Φυσικά και δεν γνωρίζω πολλά για το συμβάν στο βίντεο, ούτε ξέρω γιατί εξελίχθηκαν έτσι τα γεγονότα. Αυτό που βλέπω εγώ, η ιστορία που βλέπω να εκτυλίσσεται, έχει ως εξής: κάπου στην Πορτογαλία, κατά τη διάρκεια ή μετά τη λήξη ενός ποδοσφαιρικού αγώνα, ένας μπαμπάς φροντίζει και περιποιείται τους δύο ανήλικους γιους του. Κάτι λέει σε έναν αστυνομικό, εκείνος τα παίρνει στο κρανίο (κυριολεκτικά) και με το γκλοπ, με κλωτσιές και γροθιές, σπάει στο ξύλο τον πατέρα μπροστά στα έντρομα μάτια των παιδιών του. Δύο τρεις μπουνιές έφαγε μάλιστα και ο παππούς τους, όταν προσπάθησε να σταματήσει τον αστυνομικό.
Αυτό που με συγκίνησε βαθιά, ήταν ο μικρούλης γιος και η αντίδρασή του. Το σοκαρισμένο παιδί τσιρίζει, γιατί δεν έχει καταλάβει τι ακριβώς έχει συμβεί (κανείς δεν κατάλαβε άλλωστε...). Αν κοιτάξετε προσεκτικά, θα δείτε ότι το παιδί την ώρα που πίνει νερό είναι στεγνό, ενώ όταν απομακρύνεται από τον μπαμπά του και βρίσκεται στην αγκαλιά ενός άλλου αστυνομικού που προσπαθεί να το καθησυχάσει, είναι το παντελόνι, ανάμεσα στα πόδια του, βρεγμένο... Μπορείτε να φανταστείτε τι τράβηξαν αυτά τα παιδιά που από το πουθενά είδαν τον πατέρα τους να ξυλοκοπείται;
Αυτός ο μικρούλης λοιπόν, δε θα ξεχάσει ποτέ εκείνη την ημέρα και την επίθεση στον πατέρα του, όπως δεν ξεχάσαμε ποτέ εγώ και η αδερφή μου κάτι ανάλογο...
Πριν χρόνια, πολλά χρόνια, αρχές καλοκαιριού ήταν θυμάμαι, η μαμά μου αποφάσισε να μας πάει στο πανηγύρι ενός χωριού, κάπου στο νομό Σερρών. Επιβιβαστήκαμε στο αμάξι εγώ (εννιά χρονών τότε) και η αδερφή μου (λίγο μεγαλύτερη) στο πίσω κάθισμα, η ξαδέρφη μας (δεκαέξι χρονών), στο κάθισμα του συνοδηγού και η μαμά μου στο τιμόνι.
Δεν θυμάμαι και πολλά από τη διαδρομή, μόνο ότι η ημέρα ήταν ηλιόλουστη και ότι περνούσαμε μέσα από τα διάφορα μικρά χωριουδάκια, μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας. Κάποια στιγμή, καθώς διασχίζαμε ένα από τα χωριά, η μαμά μου πάτησε απότομα φρένο και έκανε έναν μικρό ελιγμό. Ένα πιτσιρίκι, γύρω στα τέσσερα θα ήταν, είχε ξεφύγει από την προσοχή των γονιών του και έτρεξε προς το δρόμο, κατά πάνω μας. Σαν από θαύμα, λίγο πριν, είχαμε συναντήσει στο δρόμο κότες, οπότε η μαμά μου χρειάστηκε να ακινητοποιήσει το αμάξι. Ξεκινώντας και πάλι κι ενώ δεν είχε προλάβει να αυξήσει ταχύτητα, ο μικρός εμφανίστηκε από το πλάι. Οι ρόδες του αυτοκινήτου πέρασαν ξυστά από το παιδί, το οποίο άρχισε να κλαίει τρομαγμένο. Η μαμά του, που άκουσε το φρενάρισμα, σωριάστηκε αμέσως από την τρομάρα της και ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται, άλλοι στο παιδί κι άλλοι στην μητέρα του, ενώ η μαμά μου, είχε κατέβει στο μεταξύ από το αμάξι έντρομη, να δει αν έπαθε τίποτα το πιτσιρίκι. Ευτυχώς όλα καλά, αλλά επικρατούσε αναστάτωση. Κοίταζαν όλοι καλά το παιδί, να δουν αν έπαθε κάτι, εκείνο έκλαιγε κι εμείς, τα τρία κορίτσια, καθόμασταν ακόμη στο αμάξι και κοιτάζαμε παγωμένες.
Ο μπαμπάς του παιδιού καθόταν στο καφενείο, στην άλλη πλευρά του δρόμου και ξαφνικά είδα από απέναντι να καταφτάνει ένας άντρας αφηνιασμένος. Γύρισε η μαμά μου ανυποψίαστη προς το μέρος του κι εκείνος, όπως ερχόταν με φόρα, πήδηξε στον αέρα κάνοντας ένα ψαλίδι και με το ένα του πόδι την κλώτσησε δυνατά στο στέρνο, δίχως να ακούει κανέναν από όσους του έλεγαν ότι δε συνέβη τίποτε σοβαρό, δίχως καν να ρίξει πρώτα μια ματιά στο παιδί του, να δει αν ήταν καλά. Ήταν εκτός εαυτού κι έτσι όπως χτύπησε την μαμά μου, την πέταξε με φόρα προς τα πίσω κι εκείνη προσγειώθηκε με δύναμη, πρώτα στους αγκώνες της κι έπειτα στην πλάτη της. Εγώ και η αδερφή μου, που παρακολουθούσαμε από το πίσω τζάμι του αυτοκινήτου την μαμά μας να χτυπάει με ορμή στην άσφαλτο, φωνάζαμε και κλαίγαμε σε κατάσταση πανικού. Η ξαδέρφη μου βγήκε από το αμάξι κι έκλεισε την πόρτα πίσω της. Όσο η μαμά μου κείτονταν στο δρόμο, ο άντρας που τη χτύπησε πλησίασε το αυτοκίνητο και πάλευε να ανοίξει την πόρτα, για να προσεγγίσει εμένα και την αδερφή μου. Η ξαδέρφη μου και άλλοι άνθρωποι που ήταν εκεί, προσπαθούσαν να τον συγκρατήσουν, ενώ εκείνος έβριζε και τους έσπρωχνε με μανία. Εμείς τσιρίζαμε με απόγνωση, σαν το αγόρι στο βίντεο, ανήμπορες να βοηθήσουμε την μαμά μας και μη γνωρίζοντας αν ήταν καλά. Τελικά οι υπόλοιποι μάζεψαν τον άντρα άρον άρον και τον απομάκρυναν από το αυτοκίνητο. Οι γυναίκες είχαν σηκώσει στο μεταξύ την μαμά μου από το έδαφος και μια κυρία μας πήρε σπίτι της για να μας φροντίσει. Καθίσαμε κλαίγοντας στην τραπεζαρία της, ακόμα θυμάμαι το στρογγυλό τραπέζι με το μπεζ-καφέ τραπεζομάντιλο. Νομίζω πως είχε και σχέδια κεντημένα με χρυσή κλωστή.
Η γυναίκα μας πρόσφερε νερό κι έπειτα περιποιήθηκε τους χτυπημένους αγκώνες της μαμάς μου, η οποία έκλαιγε από το σοκ και τον πόνο. Οι πληγές ήταν μεγάλες και το αίμα έτρεχε, αλλά η μαμά μου ήταν στα χαμένα, δεν είχε συνειδητοποιήσει τι ακριβώς της συνέβη. Εγώ έκλαιγα ασταμάτητα και την ρωτούσα "είσαι καλά μαμά, είσαι καλά;", δίχως να ξεκολλάω από δίπλα της κι ένιωθα ανασφάλεια που δεν μου απαντούσε, έτσι σοκαρισμένη που ήταν. Η κυρία που την φρόντισε μου έλεγε συνέχεια "μη στεναχωριέσαι, καλά είναι η μαμά, χτύπησε λίγο τα χέρια της...".
Όταν συνήλθαμε λίγο και όταν η μαμά μου ήταν πια σε θέση να οδηγήσει, μπήκαμε στο αμάξι και επιστρέψαμε στο χωριό, στο πατρικό της σπίτι. Ο μπαμπάς μου έλειπε μαζί με τον θείο μου κι όταν επέστρεψαν, αντίκρισαν μια γυναίκα πληγωμένη (σωματικά και ψυχικά) και τρία παιδιά τρομαγμένα και σοκαρισμένα. Δίχως δεύτερη σκέψη, ο μπαμπάς μου και ο θείος μου μπήκαν στο αυτοκίνητο και κατευθύνθηκαν προς το χωριό που έγινε το συμβάν. Φυσικά δεν βρήκαν τον άντρα που μας επιτέθηκε, ρώτησαν τους πάντες ψάχνοντάς τον, αλλά οι κάτοικοι τον είχαν φυγαδεύσει. Ευτυχώς, γιατί διαφορετικά, τώρα που το σκέφτομαι, δεν θα είχε καλή κατάληξη η ιστορία αυτή.
Όσο εκείνοι έλειπαν, ήρθαν στο σπίτι μας δύο άντρες και έφεραν το ρολόι της ξαδέρφης μου. Της είχε πέσει από τον καρπό την ώρα που προσπαθούσε να εμποδίσει τον πατέρα του παιδιού να ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου. Εξέφρασαν τη λύπη τους για ό,τι συνέβη, μα δεν θυμάμαι πολλές λεπτομέρειες. Ακόμη απορώ πώς βρήκαν το σπίτι και πού ήξεραν ποιοι είμαστε...
Μήνες αργότερα ξανασυναντήθηκαν στο δικαστήριο, αφού η μαμά μου του έκανε μήνυση. Πήγε με τον μπαμπά μου στη δίκη, αλλά εκεί συνάντησε την μητέρα του άντρα που της επιτέθηκε. Η μάνα του την παρακαλούσε με δάκρυα στα μάτια, ν' αποσύρει την μήνυση, γιατί αλλιώς θα διαλυόταν η οικογένεια του γιου της. "Μάνα είσαι" της έλεγε "και με καταλαβαίνεις κορίτσι μου, σε παρακαλώ". Εκείνος, ζητούσε συγνώμη και με σκυμμένο το κεφάλι περίμενε την απόφαση. Η μαμά μου, που δεν υπήρξε ποτέ της σκληρή τελικά, δεν μπόρεσε ν' αντισταθεί στα δάκρυα της άλλης μάνας και απέσυρε τις κατηγορίες. Το δικαστήριο δεν έγινε ποτέ και ο τύπος τη γλίτωσε... Εκείνος, που με τόση ευκολία χτύπησε μια γυναίκα, που προσπάθησε να επιτεθεί και στα παιδιά της (ακόμη απορώ, τι θα έκανε αλήθεια, αν κατάφερνε ν' ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου...), μη γνωρίζοντας τι πραγματικά έγινε, αδιαφορώντας για το δίκαιο και το άδικο, την έβγαλε καθαρή!
Εμείς, τη βγάλαμε με αναμνήσεις που φέρνουν σφίξιμο στο στομάχι, ταχυπαλμίες και θυμό που κάνει το αίμα μας να βράζει, κάθε που θυμόμαστε την ιστορία. Η δε μαμά μου, απόκτησε έναν μόνιμο πόνο στο στέρνο και το στήθος από το δυνατό χτύπημα. Μια ευαισθησία η οποία, με κάθε αλλαγή του καιρού, με κάθε κρύωμα, την έκανε να παραπονιέται. Ο γιατρός που εξέτασε τότε το μελανιασμένο στέρνο της, της είχε πει, πως ήταν τυχερή που ο άντρας εκείνος φορούσε πλαστικές παντόφλες όταν τη χτύπησε. Αν φορούσε παπούτσια ή ακόμη χειρότερα, σκαρπίνια, πιθανότητα να ήταν πολύ σοβαρά τα πράγματα...
Σκέφτομαι ότι η μαμά μου τότε ήταν τριντατριών, μικρότερη από ότι είμαι εγώ σήμερα. Προσπαθώ να βάλω τον εαυτό μου στη θέση της και με πιάνει πανικός. Μακριά από το σπίτι της, δίχως τον άντρα της, με τρία ανήλικα κορίτσια στο αυτοκίνητο, μεταξύ αγνώστων, έζησε τον απόλυτο παραλογισμό και δεν κατάλαβε ποτέ γιατί. Είναι φορές που με "βλέπω" εκεί, στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου να κλαίω απεγνωσμένα κι έπειτα στη φαντασία μου, πετάγομαι από το αυτοκίνητο και ορμάω σ' εκείνον σα λυσσασμένο σκυλί! Μόνο έτσι καταλαγιάζει λίγο ο θυμός μου, μόνο όταν δίνω στην ιστορία το τέλος που με ικανοποιεί.
Δεν ξέρω αν εγώ θα τον συγχωρούσα, ούτε αν θα με συγκινούσαν τα δάκρυα της μητέρας του, γιατί το έζησα από την πλευρά του παιδιού και όχι του γονιού (κι ας έγινα γονιός πια). Μα θαυμάζω την μαμά μου για το μεγαλείο της ψυχής που έδειξε τότε στο δικαστήριο. Διότι η συγχώρεση θέλει μεγαλύτερη ψυχή απ' ότι η τιμωρία.
Καλημέρα φίλοι αγαπημένοι κι αν σήμερα βάρυνα το κλίμα, δεν ήταν σκοπός μου. Ήθελα μόνο να μοιραστώ μια ιστορία, που θα μείνει χαραγμένη μέσα μου για πάντα και την οποία ξανάζησα απ' την αρχή, μέσα από τον τρόμο του πιτσιρίκου στο βίντεο.
Καλή σας μέρα εκεί έξω!
Φυσικά και δεν γνωρίζω πολλά για το συμβάν στο βίντεο, ούτε ξέρω γιατί εξελίχθηκαν έτσι τα γεγονότα. Αυτό που βλέπω εγώ, η ιστορία που βλέπω να εκτυλίσσεται, έχει ως εξής: κάπου στην Πορτογαλία, κατά τη διάρκεια ή μετά τη λήξη ενός ποδοσφαιρικού αγώνα, ένας μπαμπάς φροντίζει και περιποιείται τους δύο ανήλικους γιους του. Κάτι λέει σε έναν αστυνομικό, εκείνος τα παίρνει στο κρανίο (κυριολεκτικά) και με το γκλοπ, με κλωτσιές και γροθιές, σπάει στο ξύλο τον πατέρα μπροστά στα έντρομα μάτια των παιδιών του. Δύο τρεις μπουνιές έφαγε μάλιστα και ο παππούς τους, όταν προσπάθησε να σταματήσει τον αστυνομικό.
Αυτό που με συγκίνησε βαθιά, ήταν ο μικρούλης γιος και η αντίδρασή του. Το σοκαρισμένο παιδί τσιρίζει, γιατί δεν έχει καταλάβει τι ακριβώς έχει συμβεί (κανείς δεν κατάλαβε άλλωστε...). Αν κοιτάξετε προσεκτικά, θα δείτε ότι το παιδί την ώρα που πίνει νερό είναι στεγνό, ενώ όταν απομακρύνεται από τον μπαμπά του και βρίσκεται στην αγκαλιά ενός άλλου αστυνομικού που προσπαθεί να το καθησυχάσει, είναι το παντελόνι, ανάμεσα στα πόδια του, βρεγμένο... Μπορείτε να φανταστείτε τι τράβηξαν αυτά τα παιδιά που από το πουθενά είδαν τον πατέρα τους να ξυλοκοπείται;
Αυτός ο μικρούλης λοιπόν, δε θα ξεχάσει ποτέ εκείνη την ημέρα και την επίθεση στον πατέρα του, όπως δεν ξεχάσαμε ποτέ εγώ και η αδερφή μου κάτι ανάλογο...
Πριν χρόνια, πολλά χρόνια, αρχές καλοκαιριού ήταν θυμάμαι, η μαμά μου αποφάσισε να μας πάει στο πανηγύρι ενός χωριού, κάπου στο νομό Σερρών. Επιβιβαστήκαμε στο αμάξι εγώ (εννιά χρονών τότε) και η αδερφή μου (λίγο μεγαλύτερη) στο πίσω κάθισμα, η ξαδέρφη μας (δεκαέξι χρονών), στο κάθισμα του συνοδηγού και η μαμά μου στο τιμόνι.
Δεν θυμάμαι και πολλά από τη διαδρομή, μόνο ότι η ημέρα ήταν ηλιόλουστη και ότι περνούσαμε μέσα από τα διάφορα μικρά χωριουδάκια, μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας. Κάποια στιγμή, καθώς διασχίζαμε ένα από τα χωριά, η μαμά μου πάτησε απότομα φρένο και έκανε έναν μικρό ελιγμό. Ένα πιτσιρίκι, γύρω στα τέσσερα θα ήταν, είχε ξεφύγει από την προσοχή των γονιών του και έτρεξε προς το δρόμο, κατά πάνω μας. Σαν από θαύμα, λίγο πριν, είχαμε συναντήσει στο δρόμο κότες, οπότε η μαμά μου χρειάστηκε να ακινητοποιήσει το αμάξι. Ξεκινώντας και πάλι κι ενώ δεν είχε προλάβει να αυξήσει ταχύτητα, ο μικρός εμφανίστηκε από το πλάι. Οι ρόδες του αυτοκινήτου πέρασαν ξυστά από το παιδί, το οποίο άρχισε να κλαίει τρομαγμένο. Η μαμά του, που άκουσε το φρενάρισμα, σωριάστηκε αμέσως από την τρομάρα της και ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται, άλλοι στο παιδί κι άλλοι στην μητέρα του, ενώ η μαμά μου, είχε κατέβει στο μεταξύ από το αμάξι έντρομη, να δει αν έπαθε τίποτα το πιτσιρίκι. Ευτυχώς όλα καλά, αλλά επικρατούσε αναστάτωση. Κοίταζαν όλοι καλά το παιδί, να δουν αν έπαθε κάτι, εκείνο έκλαιγε κι εμείς, τα τρία κορίτσια, καθόμασταν ακόμη στο αμάξι και κοιτάζαμε παγωμένες.
Ο μπαμπάς του παιδιού καθόταν στο καφενείο, στην άλλη πλευρά του δρόμου και ξαφνικά είδα από απέναντι να καταφτάνει ένας άντρας αφηνιασμένος. Γύρισε η μαμά μου ανυποψίαστη προς το μέρος του κι εκείνος, όπως ερχόταν με φόρα, πήδηξε στον αέρα κάνοντας ένα ψαλίδι και με το ένα του πόδι την κλώτσησε δυνατά στο στέρνο, δίχως να ακούει κανέναν από όσους του έλεγαν ότι δε συνέβη τίποτε σοβαρό, δίχως καν να ρίξει πρώτα μια ματιά στο παιδί του, να δει αν ήταν καλά. Ήταν εκτός εαυτού κι έτσι όπως χτύπησε την μαμά μου, την πέταξε με φόρα προς τα πίσω κι εκείνη προσγειώθηκε με δύναμη, πρώτα στους αγκώνες της κι έπειτα στην πλάτη της. Εγώ και η αδερφή μου, που παρακολουθούσαμε από το πίσω τζάμι του αυτοκινήτου την μαμά μας να χτυπάει με ορμή στην άσφαλτο, φωνάζαμε και κλαίγαμε σε κατάσταση πανικού. Η ξαδέρφη μου βγήκε από το αμάξι κι έκλεισε την πόρτα πίσω της. Όσο η μαμά μου κείτονταν στο δρόμο, ο άντρας που τη χτύπησε πλησίασε το αυτοκίνητο και πάλευε να ανοίξει την πόρτα, για να προσεγγίσει εμένα και την αδερφή μου. Η ξαδέρφη μου και άλλοι άνθρωποι που ήταν εκεί, προσπαθούσαν να τον συγκρατήσουν, ενώ εκείνος έβριζε και τους έσπρωχνε με μανία. Εμείς τσιρίζαμε με απόγνωση, σαν το αγόρι στο βίντεο, ανήμπορες να βοηθήσουμε την μαμά μας και μη γνωρίζοντας αν ήταν καλά. Τελικά οι υπόλοιποι μάζεψαν τον άντρα άρον άρον και τον απομάκρυναν από το αυτοκίνητο. Οι γυναίκες είχαν σηκώσει στο μεταξύ την μαμά μου από το έδαφος και μια κυρία μας πήρε σπίτι της για να μας φροντίσει. Καθίσαμε κλαίγοντας στην τραπεζαρία της, ακόμα θυμάμαι το στρογγυλό τραπέζι με το μπεζ-καφέ τραπεζομάντιλο. Νομίζω πως είχε και σχέδια κεντημένα με χρυσή κλωστή.
Η γυναίκα μας πρόσφερε νερό κι έπειτα περιποιήθηκε τους χτυπημένους αγκώνες της μαμάς μου, η οποία έκλαιγε από το σοκ και τον πόνο. Οι πληγές ήταν μεγάλες και το αίμα έτρεχε, αλλά η μαμά μου ήταν στα χαμένα, δεν είχε συνειδητοποιήσει τι ακριβώς της συνέβη. Εγώ έκλαιγα ασταμάτητα και την ρωτούσα "είσαι καλά μαμά, είσαι καλά;", δίχως να ξεκολλάω από δίπλα της κι ένιωθα ανασφάλεια που δεν μου απαντούσε, έτσι σοκαρισμένη που ήταν. Η κυρία που την φρόντισε μου έλεγε συνέχεια "μη στεναχωριέσαι, καλά είναι η μαμά, χτύπησε λίγο τα χέρια της...".
Όταν συνήλθαμε λίγο και όταν η μαμά μου ήταν πια σε θέση να οδηγήσει, μπήκαμε στο αμάξι και επιστρέψαμε στο χωριό, στο πατρικό της σπίτι. Ο μπαμπάς μου έλειπε μαζί με τον θείο μου κι όταν επέστρεψαν, αντίκρισαν μια γυναίκα πληγωμένη (σωματικά και ψυχικά) και τρία παιδιά τρομαγμένα και σοκαρισμένα. Δίχως δεύτερη σκέψη, ο μπαμπάς μου και ο θείος μου μπήκαν στο αυτοκίνητο και κατευθύνθηκαν προς το χωριό που έγινε το συμβάν. Φυσικά δεν βρήκαν τον άντρα που μας επιτέθηκε, ρώτησαν τους πάντες ψάχνοντάς τον, αλλά οι κάτοικοι τον είχαν φυγαδεύσει. Ευτυχώς, γιατί διαφορετικά, τώρα που το σκέφτομαι, δεν θα είχε καλή κατάληξη η ιστορία αυτή.
Όσο εκείνοι έλειπαν, ήρθαν στο σπίτι μας δύο άντρες και έφεραν το ρολόι της ξαδέρφης μου. Της είχε πέσει από τον καρπό την ώρα που προσπαθούσε να εμποδίσει τον πατέρα του παιδιού να ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου. Εξέφρασαν τη λύπη τους για ό,τι συνέβη, μα δεν θυμάμαι πολλές λεπτομέρειες. Ακόμη απορώ πώς βρήκαν το σπίτι και πού ήξεραν ποιοι είμαστε...
Μήνες αργότερα ξανασυναντήθηκαν στο δικαστήριο, αφού η μαμά μου του έκανε μήνυση. Πήγε με τον μπαμπά μου στη δίκη, αλλά εκεί συνάντησε την μητέρα του άντρα που της επιτέθηκε. Η μάνα του την παρακαλούσε με δάκρυα στα μάτια, ν' αποσύρει την μήνυση, γιατί αλλιώς θα διαλυόταν η οικογένεια του γιου της. "Μάνα είσαι" της έλεγε "και με καταλαβαίνεις κορίτσι μου, σε παρακαλώ". Εκείνος, ζητούσε συγνώμη και με σκυμμένο το κεφάλι περίμενε την απόφαση. Η μαμά μου, που δεν υπήρξε ποτέ της σκληρή τελικά, δεν μπόρεσε ν' αντισταθεί στα δάκρυα της άλλης μάνας και απέσυρε τις κατηγορίες. Το δικαστήριο δεν έγινε ποτέ και ο τύπος τη γλίτωσε... Εκείνος, που με τόση ευκολία χτύπησε μια γυναίκα, που προσπάθησε να επιτεθεί και στα παιδιά της (ακόμη απορώ, τι θα έκανε αλήθεια, αν κατάφερνε ν' ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου...), μη γνωρίζοντας τι πραγματικά έγινε, αδιαφορώντας για το δίκαιο και το άδικο, την έβγαλε καθαρή!
Εμείς, τη βγάλαμε με αναμνήσεις που φέρνουν σφίξιμο στο στομάχι, ταχυπαλμίες και θυμό που κάνει το αίμα μας να βράζει, κάθε που θυμόμαστε την ιστορία. Η δε μαμά μου, απόκτησε έναν μόνιμο πόνο στο στέρνο και το στήθος από το δυνατό χτύπημα. Μια ευαισθησία η οποία, με κάθε αλλαγή του καιρού, με κάθε κρύωμα, την έκανε να παραπονιέται. Ο γιατρός που εξέτασε τότε το μελανιασμένο στέρνο της, της είχε πει, πως ήταν τυχερή που ο άντρας εκείνος φορούσε πλαστικές παντόφλες όταν τη χτύπησε. Αν φορούσε παπούτσια ή ακόμη χειρότερα, σκαρπίνια, πιθανότητα να ήταν πολύ σοβαρά τα πράγματα...
Σκέφτομαι ότι η μαμά μου τότε ήταν τριντατριών, μικρότερη από ότι είμαι εγώ σήμερα. Προσπαθώ να βάλω τον εαυτό μου στη θέση της και με πιάνει πανικός. Μακριά από το σπίτι της, δίχως τον άντρα της, με τρία ανήλικα κορίτσια στο αυτοκίνητο, μεταξύ αγνώστων, έζησε τον απόλυτο παραλογισμό και δεν κατάλαβε ποτέ γιατί. Είναι φορές που με "βλέπω" εκεί, στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου να κλαίω απεγνωσμένα κι έπειτα στη φαντασία μου, πετάγομαι από το αυτοκίνητο και ορμάω σ' εκείνον σα λυσσασμένο σκυλί! Μόνο έτσι καταλαγιάζει λίγο ο θυμός μου, μόνο όταν δίνω στην ιστορία το τέλος που με ικανοποιεί.
Δεν ξέρω αν εγώ θα τον συγχωρούσα, ούτε αν θα με συγκινούσαν τα δάκρυα της μητέρας του, γιατί το έζησα από την πλευρά του παιδιού και όχι του γονιού (κι ας έγινα γονιός πια). Μα θαυμάζω την μαμά μου για το μεγαλείο της ψυχής που έδειξε τότε στο δικαστήριο. Διότι η συγχώρεση θέλει μεγαλύτερη ψυχή απ' ότι η τιμωρία.
Καλημέρα φίλοι αγαπημένοι κι αν σήμερα βάρυνα το κλίμα, δεν ήταν σκοπός μου. Ήθελα μόνο να μοιραστώ μια ιστορία, που θα μείνει χαραγμένη μέσα μου για πάντα και την οποία ξανάζησα απ' την αρχή, μέσα από τον τρόμο του πιτσιρίκου στο βίντεο.
via |
Καλή σας μέρα εκεί έξω!
Litsa